- ομφαλοκήλη
- ηπροεξοχή των σπλάχνων, κήλη στο μέρος του αφαλού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομφαλοκήλη — η ιατρ. η τρίτη κατά συχνότητα κήλη, που παράγεται διά μέσου τού διευρυμένου ομφαλικού δακτυλίου και κατά την οποία ο κηλικός σάκος αποτελείται από περιτόναιο κολλημένο στο δέρμα και στα χείλη τού ινώδους ομφαλικού δακτυλίου … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
εντερόμφαλον — ἐντερόμφαλον, το (Α) εντεροκήλη και ομφαλοκήλη … Dictionary of Greek
ομφαλεπίδεσμος — ο 1. επίδεσμος που τοποθετείται στο κολόβωμα τού ομφαλού τού νεογνού, μέχρι την απόπτωσή του και την επούλωση τού κολοβώματος 2. κηλεπίδεσμος που συγκρατεί στη θέση τους τα κοιλιακά σπλάγχνα τών ατόμων που πάσχουν από ομφαλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek